- εἰλημμένον
- εἰλημμένονλαμβάνωa: perf part mp masc acc sgλαμβάνωa: perf part mp neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἰλημμένον — λαμβάνω a perf part mp masc acc sg λαμβάνω a perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + … Dictionary of Greek